- ταή
- η, Νβλ. ταγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… … Dictionary of Greek
εναφανίζω — ἐναφανίζω (Α) 1. ενεργ. χάνω, αποβάλλω («νεότητα ἐναφανίσας ταῇ ματαιοπονίᾳ», Βασίλ.) 2. (συνηθέστ. το μέσ.) εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι μέσα σε κάτι («οὐ παντάπασιν αὐταῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσθη», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek